- σωτηριη
- σωτηρίηἡ ион. = σωτηρία См. σωτηρια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σωτηρίη — σωτηρία deliverance fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωτηρίῃ — Σωτηρία deliverance fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηρίῃ — σωτηρία deliverance fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… … Dictionary of Greek